οκλάς

οκλάς
ὀκλάς, -άδος, ἡ (Α)
τα κεκαμμένα οπίσθια τού κορμού τού ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀκλάς — the bent hams fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

  • οκλαδιώ — ὀκλαδιῶ, άω (Α) κάμπτω τα γόνατα, οκλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀκλαδ (πρβλ. ὀκλάς, άδος, ὀκλαδία, ὀκλαδίας) + κατάλ. ιῶ, πρβλ. ερωτ ιώ (βλ. και λ. οκλάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”